υδροηλεκτρικός

υδροηλεκτρικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτρική ενέργεια η οποία παράγεται με την εκμετάλλευση τών υδατοπτώσεων (α. «υδροηλεκτρική εγκατάσταση» β. υδροηλεκτρικό έργο» γ. «υδροηλεκτρικός σταθμός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydroelectric (< υδρ[ο]-* + ηλεκτρικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάνν. Πύρλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υδροηλεκτρικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στον υδροηλεκτρισμό (βλ. λ.): Υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Υδροηλεκτρικός Σταθμός Άγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360), στην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άγρα …   Dictionary of Greek

  • Υδροηλεκτρικός Σταθμός Λούρου — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70) στην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παντάνασσας …   Dictionary of Greek

  • Καστρακίου, φράγμα — Υδροηλεκτρικός σταθμός της ΔΕΗ στον Αχελώο, λίγο βορειότερα του σταθμού των Κρεμαστών. Η τεχνητή λίμνη, που σχηματίστηκε με φράγμα ύψους 95 μ. και όγκου περίπου 5.000.000 κ.μ., κινεί τους υδροστρόβιλους. Το έργο κατασκευάστηκε από Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • μικροσταθμός — ο (ηλεκτρ.) υδροηλεκτρικός σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, με ισχύ μικρότερη τών 2 μεγαβάτ, ο οποίος επιτρέπει την αξιοποίηση μικρού μεγέθους υδατοπτώσεων στους ποταμούς …   Dictionary of Greek

  • σαγγάριος — (Sakarya). Ποταμός της Τουρκίας στη Μ. Ασία, το ολικό μήκος του οποίου φτάνει περίπου σε 650 χλμ., ενώ το βάθος του κυμαίνεται από 3 5 μ. Πηγάζει από το φρυγικό οροπέδιο, ανάμεσα στο Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ, διατρέχει το οροπέδιο της… …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… …   Dictionary of Greek

  • Άγρας — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 883 κάτ.) στην πρώην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στα Δ της Έδεσσας, στην κοιλάδα του Βόδα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Έδεσσας. Το χωριό έχει το όνομα του ήρωα Μακεδονομάχου Καπετάν Άγρα… …   Dictionary of Greek

  • Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”